- επισύνθετος
- ἐπισύνθετος, -ον (Α) [σύνθετος]1. αυτός που σχηματίζεται από συναρμογή, ο σύνθετος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπισύνθετον (μέτρον)μέτρο που αποτελείται από κώλα διαφορετικού ρυθμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισύνθετον — ἐπισύνθετος compound masc/fem acc sg ἐπισύνθετος compound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυνθέτου — ἐπισύνθετος compound masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)